- φιλητῆς
- φιλητόςto be lovedfem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φιλητής — lover masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φιλήτης — thief masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλήτης — thief masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλήτης — Επώνυμο Ελλήνων λογίων από την Ήπειρο. 1. Αναστάσιος (Ζίτσα 1793 – Βουκουρέστι 1883). Αφού σπούδασε νομικά στην Πίζα, χρημάτισε δικηγόρος στο Βουκουρέστι από το 1832 έως τον θάνατό του. Με διαθήκη παραχώρησε την περιουσία του στον Σύλλογο για τη… … Dictionary of Greek
φιλητής — Επώνυμο Ελλήνων λογίων από την Ήπειρο. 1. Αναστάσιος (Ζίτσα 1793 – Βουκουρέστι 1883). Αφού σπούδασε νομικά στην Πίζα, χρημάτισε δικηγόρος στο Βουκουρέστι από το 1832 έως τον θάνατό του. Με διαθήκη παραχώρησε την περιουσία του στον Σύλλογο για τη… … Dictionary of Greek
Φιλητῆς — Φιλητᾶς masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλητᾶν — φιλήτης thief masc gen pl (doric aeolic) φιλητής lover masc gen pl (doric aeolic) φιλητός to be loved masc/fem gen pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλητέων — φιλήτης thief masc gen pl (epic ionic) φιλητέον one must love masc/neut gen pl φιλητέος masc/fem/neut gen pl φιλητής lover masc gen pl (epic ionic) φιλητός to be loved masc/fem gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλητῶν — φιλήτης thief masc gen pl φιλητής lover masc gen pl φιλητός to be loved fem gen pl φιλητός to be loved masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλῆτα — φιλήτης thief masc voc sg φιλήτης thief masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)